- σκαλαθυρμάτιον
- σκαλαθυρμάτιον, τό, kleine spitzfindige Grübelei od. Posse
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σκαλαθυρμάτιον — τὸ, Α [σκαλάθυρμα, ύρματος] (με υποκορ. σημ.) μικρή σοφιστική λεπτολογία, μικρολογία … Dictionary of Greek
σκαλαθυρμάτια — σκαλαθυρμάτιον trifling subtlety neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλαθυρμάτι' — σκαλαθυρμάτια , σκαλαθυρμάτιον trifling subtlety neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)